Κουφάρι στα λιθουανικά
Μετάφραση: κουφάρι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karkasas, skerdenos, skerdena, skerdenų, karkasą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουφάρι
κουφάρι συνώνυμα, κουφάρι λεξικο, κουφάρι του troktiko, κουφάρι αυτοκινήτου, κουφάρι της ραλλείου, κουφάρι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κουφάρι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κουτσουρεύω στα λιθουανικά - trumpinti, sutrumpinti, sutrumpintas, nukirsti, nukirskite
- κουτός στα λιθουανικά - kvailas, kvaila, kvaili, stupid
- κουφός στα λιθουανικά - kurčias, kurčiųjų, kurtieji, kurčia, kurtiesiems
- κοφίνι στα λιθουανικά - krepšys, pintinė, pintas, krepšelį, krepšelis, krepšelio, bASKET
Τυχαίες λέξεις
Κουφάρι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: karkasas, skerdenos, skerdena, skerdenų, karkasą
Μεταφράσεις: karkasas, skerdenos, skerdena, skerdenų, karkasą