Κράτημα στα δανικά
Μετάφραση: κράτημα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hank, håndtag, gribe, bedrift, holder, holde, at holde, besiddelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κράτημα
κράτημα συνόνυμα, κράτημα ιωάννου, κράτημα πένας, κράτημα ιωάννου πρωτοψάλτου, κράτημα χεριών, κράτημα λεξικό γλώσσας δανικά, κράτημα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κράση στα δανικά - forfatning, forfatningen, forfatningens, udholdenhed
- κράσπεδο στα δανικά - Wayside, vejkanten, Vejen, svinget, sporkanten
- κράτηση στα δανικά - forbehold, reservation, reservationen, reservering, reservere
- κράτος στα δανικά - erklære, provins, stat, tilstand, land, staten, State
Τυχαίες λέξεις
Κράτημα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hank, håndtag, gribe, bedrift, holder, holde, at holde, besiddelse
Μεταφράσεις: hank, håndtag, gribe, bedrift, holder, holde, at holde, besiddelse