Κράτημα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κράτημα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затирати, ручка, схоплювання, хватка, затискати, проведення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κράτημα
κράτημα συνόνυμα, κράτημα ιωάννου, κράτημα πένας, κράτημα ιωάννου πρωτοψάλτου, κράτημα χεριών, κράτημα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κράτημα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κράση στα ουκρανικά - комплекція, конституція, конституцію
- κράσπεδο στα ουκρανικά - брук, бруківка, мостова, мостити, узбіччя, обочина
- κράτηση στα ουκρανικά - доглядач, обурення, охорона, хоронитель, збереження, висновок, схов, ...
- κράτος στα ουκρανικά - стверджувати, будову, будова, державницький, штат, стан, стану
Τυχαίες λέξεις
Κράτημα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: затирати, ручка, схоплювання, хватка, затискати, проведення
Μεταφράσεις: затирати, ручка, схоплювання, хватка, затискати, проведення