Κράτημα στα ισλανδικά
Μετάφραση: κράτημα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tak, halda, að halda, eignarhaldsfélag, hlut, landareign
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κράτημα
κράτημα συνόνυμα, κράτημα ιωάννου, κράτημα πένας, κράτημα ιωάννου πρωτοψάλτου, κράτημα χεριών, κράτημα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κράτημα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κράση στα ισλανδικά - stjórnarskrá, Constitution, stjórnarskránni, Stjórnarskráin, Stjórnarskrárinnar
- κράσπεδο στα ισλανδικά - Wayside
- κράτηση στα ισλανδικά - hald, forræði, reservation, fyrirvara, fyrirvari, Pöntun, bókun
- κράτος στα ισλανδικά - ástand, hagur, ríkisins, ríkið, ríki, ástandsins
Τυχαίες λέξεις
Κράτημα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tak, halda, að halda, eignarhaldsfélag, hlut, landareign
Μεταφράσεις: tak, halda, að halda, eignarhaldsfélag, hlut, landareign