Κόβω στα δανικά
Μετάφραση: κόβω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skære, sever, bryde, adskille, afskære, skille
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόβω
κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω ρόδα μυρωμένα, κόβω τη νύχτα στα δύο stixoi, κόβω φλέβες, κόβω λεξικό γλώσσας δανικά, κόβω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κωπηλασία στα δανικά - roning, Rowing, ro, at ro, Romaskiner
- κωπηλατώ στα δανικά - ro, skænderi, række, mundhuggeri, kano, kanoen, kanoer, ...
- κόκαλο στα δανικά - knogle, ben, knoglen, knogler, udbenet
- κόκκινος στα δανικά - rød, røde, rødt, red
Τυχαίες λέξεις
Κόβω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skære, sever, bryde, adskille, afskære, skille
Μεταφράσεις: skære, sever, bryde, adskille, afskære, skille