Κόβω στα ρουμανικά
Μετάφραση: κόβω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
croială, rupe, sever, rupă, despărți, separa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόβω
κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω ρόδα μυρωμένα, κόβω τη νύχτα στα δύο stixoi, κόβω φλέβες, κόβω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κόβω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κωπηλασία στα ρουμανικά - canotaj, de canotaj, vâsle, cu vâsle, vâslit
- κωπηλατώ στα ρουμανικά - ceartă, rând, canoe, de canoe, canoe de, cu canoe, canotaj
- κόκαλο στα ρουμανικά - os, osoase, osoasă, osoasa, oase
- κόκκινος στα ρουμανικά - roşu, roșu, rosu, roșie, roșii, rosie
Τυχαίες λέξεις
Κόβω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: croială, rupe, sever, rupă, despărți, separa
Μεταφράσεις: croială, rupe, sever, rupă, despărți, separa