Κόβω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κόβω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заостри, пресечат, пресекуваат, прекине, ги прекине
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόβω
κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω ρόδα μυρωμένα, κόβω τη νύχτα στα δύο stixoi, κόβω φλέβες, κόβω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κόβω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κωπηλασία στα σλαβομακεδονικά - веслање, веслачки, во веслање, веслањето, веслач
- κωπηλατώ στα σλαβομακεδονικά - кану, кајакарство, кајак
- κόκαλο στα σλαβομακεδονικά - коска, коските, коскена, коскената, коски
- κόκκινος στα σλαβομακεδονικά - црвена, црвено, црвени, црвениот, црвен
Τυχαίες λέξεις
Κόβω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: заостри, пресечат, пресекуваат, прекине, ги прекине
Μεταφράσεις: заостри, пресечат, пресекуваат, прекине, ги прекине