Κόβω στα ισλανδικά

Μετάφραση: κόβω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nístur, skera, klippa, fella, skera á, rjúfa, slíta, skera í sundur
Κόβω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόβω

κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω ρόδα μυρωμένα, κόβω τη νύχτα στα δύο stixoi, κόβω φλέβες, κόβω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κόβω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κωπηλασία στα ισλανδικά - Róður, róa, Árabátar, Reiðhjólaleiga, öndunarbúnaði
  • κωπηλατώ στα ισλανδικά - ys, canoe, Kanó
  • κόκαλο στα ισλανδικά - bein, beinum, beina, í beinum, beini
  • κόκκινος στα ισλανδικά - rauður, rautt, Red, rauðir, rauð
Τυχαίες λέξεις
Κόβω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: nístur, skera, klippa, fella, skera á, rjúfa, slíta, skera í sundur