Λίπασμα στα δανικά
Μετάφραση: λίπασμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gødning, gødningen, kunstgødning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λίπασμα
λίπασμα one, λίπασμα 20-20-20 τιμη, λίπασμα τιμή, λίπασμα για λεμονιά, λίπασμα νιτρικού καλίου, λίπασμα λεξικό γλώσσας δανικά, λίπασμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- λίμπρα στα δανικά - pund, britiske, pound, £, pundet
- λίπανση στα δανικά - smøring, smøre, smøringen, smøring af
- λίπος στα δανικά - fed, fedt, fedtstof, tyk, fedtindhold, fedtet
- λίστα στα δανικά - liste, listen, liste over, listen over
Τυχαίες λέξεις
Λίπασμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gødning, gødningen, kunstgødning
Μεταφράσεις: gødning, gødningen, kunstgødning