Λίπασμα στα ρωσικά

Μετάφραση: λίπασμα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опылитель, оплодотворитель, удобрение, тук, удобрений, удобрения, для внесения удобрений, удобрением
Λίπασμα στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λίπασμα

λίπασμα one, λίπασμα 20-20-20 τιμη, λίπασμα τιμή, λίπασμα για λεμονιά, λίπασμα νιτρικού καλίου, λίπασμα λεξικό γλώσσας ρωσικά, λίπασμα στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • λίμπρα στα ρωσικά - толочь, распрямлять, раздроблять, размельчать, фунт, бить, натолочь, ...
  • λίπανση στα ρωσικά - смазывание, смазка, смазки, смазку, смазывания
  • λίπος στα ρωσικά - жир, смазка, сало, ожирение, тучнеть, навар, гладкий, ...
  • λίστα στα ρωσικά - роспись, каталог, инвентарь, поручень, кромка, наклон, реестр, ...
Τυχαίες λέξεις
Λίπασμα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: опылитель, оплодотворитель, удобрение, тук, удобрений, удобрения, для внесения удобрений, удобрением