Λίπασμα στα ιταλικά

Μετάφραση: λίπασμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fertilizzante, concime, fertilizzanti, concimi, di fertilizzanti
Λίπασμα στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λίπασμα

λίπασμα one, λίπασμα 20-20-20 τιμη, λίπασμα τιμή, λίπασμα για λεμονιά, λίπασμα νιτρικού καλίου, λίπασμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, λίπασμα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • λίμπρα στα ιταλικά - colpire, pestare, battere, libbra, sterlina, pound, chilo, ...
  • λίπανση στα ιταλικά - lubrificazione, di lubrificazione, la lubrificazione, lubrificazione a, lubrificante
  • λίπος στα ιταλικά - grasso, grosso, pingue, grassi, il grasso, di grasso, di grassi
  • λίστα στα ιταλικά - elencare, elenco, lista, distinta, numerare, registro, catalogo, ...
Τυχαίες λέξεις
Λίπασμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fertilizzante, concime, fertilizzanti, concimi, di fertilizzanti