Λίπασμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: λίπασμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удобрювач, добриво, удобрення, добрива, удобрение
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λίπασμα
λίπασμα one, λίπασμα 20-20-20 τιμη, λίπασμα τιμή, λίπασμα για λεμονιά, λίπασμα νιτρικού καλίου, λίπασμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λίπασμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λίμπρα στα ουκρανικά - фунт
- λίπανση στα ουκρανικά - мащення, мастило, змащення, змазка, змащування, смазка
- λίπος στα ουκρανικά - товстий, огрядний, жирний, сало, гладкий, жир
- λίστα στα ουκρανικά - гнучко, список, списку, перелік
Τυχαίες λέξεις
Λίπασμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: удобрювач, добриво, удобрення, добрива, удобрение
Μεταφράσεις: удобрювач, добриво, удобрення, добрива, удобрение