Λειτουργικός στα δανικά
Μετάφραση: λειτουργικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
funktionelle, funktionel, funktionelt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειτουργικός
λειτουργικός γραμματισμός, λειτουργικός κύκλος, λειτουργικός αναλφαβητισμός, λειτουργικός προγραμματισμός, λειτουργικός αναλφαβητισμός ορισμος, λειτουργικός λεξικό γλώσσας δανικά, λειτουργικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- λειαίνω στα δανικά - planish
- λειτουργία στα δανικά - embede, fungere, arbejde, virke, formål, operation, funktion, ...
- λειτουργώ στα δανικά - virke, fungere, arbejde, embede, formål, operere, betjene, ...
- λειχήνες στα δανικά - lav, laver, laverne, Lichens, lavarter
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: funktionelle, funktionel, funktionelt
Μεταφράσεις: funktionelle, funktionel, funktionelt