Λειτουργικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: λειτουργικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
functioneel, functionele, de functionele
Λειτουργικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λειτουργικός

λειτουργικός γραμματισμός, λειτουργικός κύκλος, λειτουργικός αναλφαβητισμός, λειτουργικός προγραμματισμός, λειτουργικός αναλφαβητισμός ορισμος, λειτουργικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λειτουργικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λειαίνω στα ολλανδικά - afschaven, schaven, polijsten, pletten, gladschaven, glad maken, planeren
  • λειτουργία στα ολλανδικά - functioneren, doelwit, ingreep, werkkring, betrekking, honk, handeling, ...
  • λειτουργώ στα ολλανδικά - functie, functioneren, plaats, ambt, doelstelling, betrekking, werkkring, ...
  • λειχήνες στα ολλανδικά - korstmossen, korstmos, korst mossen, plantenluizen, Lichens
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: functioneel, functionele, de functionele