Λειχήνες στα δανικά
Μετάφραση: λειχήνες, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lav, laver, laverne, Lichens, lavarter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειχήνες
λειχήνες στο δέρμα θεραπεια, λειχήνες στο πρόσωπο, λειχήνες στο στόμα, λειχήνες στα γεννητικα οργανα, λειχήνες δερματολογικό, λειχήνες λεξικό γλώσσας δανικά, λειχήνες στα δανικά
Μεταφράσεις
- λειτουργικός στα δανικά - funktionelle, funktionel, funktionelt
- λειτουργώ στα δανικά - virke, fungere, arbejde, embede, formål, operere, betjene, ...
- λειψανοθήκη στα δανικά - relikvieskrin, reliquary, relikvie, helgenskrin, relikvieskrinet
- λεκάνη στα δανικά - kumme, bassin, håndvask, bækkenet, bassinet, basin
Τυχαίες λέξεις
Λειχήνες στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lav, laver, laverne, Lichens, lavarter
Μεταφράσεις: lav, laver, laverne, Lichens, lavarter