Λειχήνες στα ολλανδικά
Μετάφραση: λειχήνες, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
korstmossen, korstmos, korst mossen, plantenluizen, Lichens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειχήνες
λειχήνες στο δέρμα θεραπεια, λειχήνες στο πρόσωπο, λειχήνες στο στόμα, λειχήνες στα γεννητικα οργανα, λειχήνες δερματολογικό, λειχήνες λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λειχήνες στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λειτουργικός στα ολλανδικά - functioneel, functionele, de functionele
- λειτουργώ στα ολλανδικά - functie, functioneren, plaats, ambt, doelstelling, betrekking, werkkring, ...
- λειψανοθήκη στα ολλανδικά - relikwieënkastje, reliquiarium, reliekschrijn, relikwieënschrijn, reliekhouder
- λεκάνη στα ολλανδικά - vont, kom, bekken, stroomgebied, wastafel, bassin, basin
Τυχαίες λέξεις
Λειχήνες στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: korstmossen, korstmos, korst mossen, plantenluizen, Lichens
Μεταφράσεις: korstmossen, korstmos, korst mossen, plantenluizen, Lichens