Λειχήνες στα ουκρανικά
Μετάφραση: λειχήνες, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розпущений, розбещений, аморальний, лишайники
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειχήνες
λειχήνες στο δέρμα θεραπεια, λειχήνες στο πρόσωπο, λειχήνες στο στόμα, λειχήνες στα γεννητικα οργανα, λειχήνες δερματολογικό, λειχήνες λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λειχήνες στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λειτουργικός στα ουκρανικά - операційний, оперативний, чинний, дійовий, діючий, функціональний
- λειτουργώ στα ουκρανικά - кермувати, діяти, працювати, функціонувати, функція, дійте, працюватиме, ...
- λειψανοθήκη στα ουκρανικά - ковчег, ковчега, ковчегу
- λεκάνη στα ουκρανικά - чаша, резервуар, миска, полумисок, таз, басейн
Τυχαίες λέξεις
Λειχήνες στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розпущений, розбещений, аморальний, лишайники
Μεταφράσεις: розпущений, розбещений, аморальний, лишайники