Λιγνίτης στα δανικά
Μετάφραση: λιγνίτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brunkul, lignit, montanvoks, af brunkul
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιγνίτης
λιγνίτης δράμα, λιγνίτης θερμογόνος δύναμη, λιγνίτης μεσσηνία, λιγνίτης πτολεμαιδα, λιγνίτης δεη, λιγνίτης λεξικό γλώσσας δανικά, λιγνίτης στα δανικά
Μεταφράσεις
- λιβάνι στα δανικά - røgelse, opflamme, Offerild, røgelsen, incense
- λιγνάδα στα δανικά - Lignadis
- λιγνός στα δανικά - tynd, spredt, smal, sparsom, mager, lean, magert, ...
- λιγομίλητος στα δανικά - ligomilitos
Τυχαίες λέξεις
Λιγνίτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brunkul, lignit, montanvoks, af brunkul
Μεταφράσεις: brunkul, lignit, montanvoks, af brunkul