Λιγνίτης στα ουκρανικά
Μετάφραση: λιγνίτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дерев'янистий, буре вугілля
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιγνίτης
λιγνίτης δράμα, λιγνίτης θερμογόνος δύναμη, λιγνίτης μεσσηνία, λιγνίτης πτολεμαιδα, λιγνίτης δεη, λιγνίτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λιγνίτης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λιβάνι στα ουκρανικά - ладан
- λιγνάδα στα ουκρανικά - Lignadis
- λιγνός στα ουκρανικά - витягувати, тонкий, худий, найгіршому, худою, поганий, крайній
- λιγομίλητος στα ουκρανικά - мовчазність, умовчування, стриманість, скритність, ligomilitos
Τυχαίες λέξεις
Λιγνίτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дерев'янистий, буре вугілля
Μεταφράσεις: дерев'янистий, буре вугілля