Λιγνίτης στα ισλανδικά
Μετάφραση: λιγνίτης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brúnkol, surtarbrandur, Lignite, Brúnkol
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιγνίτης
λιγνίτης δράμα, λιγνίτης θερμογόνος δύναμη, λιγνίτης μεσσηνία, λιγνίτης πτολεμαιδα, λιγνίτης δεη, λιγνίτης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, λιγνίτης στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- λιβάνι στα ισλανδικά - reykelsi, reykelsisfórnum, og reykelsisfórnum, ilmjurtir
- λιγνάδα στα ισλανδικά - Lignadis
- λιγνός στα ισλανδικά - halla, magurt, og halla, hallast
- λιγομίλητος στα ισλανδικά - ligomilitos
Τυχαίες λέξεις
Λιγνίτης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: brúnkol, surtarbrandur, Lignite, Brúnkol
Μεταφράσεις: brúnkol, surtarbrandur, Lignite, Brúnkol