Λωλός στα δανικά
Μετάφραση: λωλός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skør, vanvittig, Lolos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λωλός
λωλός перевод, λωλός του χταποδιού, λωλός λεξικό γλώσσας δανικά, λωλός στα δανικά
Μεταφράσεις
- λυτός στα δανικά - sid, frigive, løs, løses, løselige, opløselig, kan løses
- λυχνία στα δανικά - lampe, lampen, lygte, lampens, lamp
- λωρίδα στα δανικά - bane, stræde, strimmel, strimler, bånd, striben, strimlen
- λόγιος στα δανικά - lærd, forsker, lærde, videnskabsmand
Τυχαίες λέξεις
Λωλός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skør, vanvittig, Lolos
Μεταφράσεις: skør, vanvittig, Lolos