Λωλός στα ολλανδικά

Μετάφραση: λωλός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dolzinnig, uitzinnig, dol, gek, stapel, waanzinnig, krankzinnig, lolos
Λωλός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λωλός

λωλός перевод, λωλός του χταποδιού, λωλός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λωλός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λυτός στα ολλανδικά - bevrijden, mul, rul, verlossen, afhelpen, loslaten, oplosbaar, ...
  • λυχνία στα ολλανδικά - lamp, blaker, kandelaar, lampje, licht, de lamp
  • λωρίδα στα ολλανδικά - steeg, strip, strook, strippen, band, zone
  • λόγιος στα ολλανδικά - geleerde, scholar, wetenschapper, onderzoeker, leerling
Τυχαίες λέξεις
Λωλός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dolzinnig, uitzinnig, dol, gek, stapel, waanzinnig, krankzinnig, lolos