Λωλός στα πολωνικά

Μετάφραση: λωλός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wściekły, wariacki, szaleńczy, nieprzytomny, szalony, Lolos
Λωλός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λωλός

λωλός перевод, λωλός του χταποδιού, λωλός λεξικό γλώσσας πολωνικά, λωλός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λυτός στα πολωνικά - stracić, przegrywać, niedbały, zatracić, sypki, strącić, swobodny, ...
  • λυχνία στα πολωνικά - lichtarz, latarnia, lampa, świecznik, lampka, lampy, lamp, ...
  • λωρίδα στα πολωνικά - uliczka, alejka, zaułek, aleja, tor, droga, dróżka, ...
  • λόγιος στα πολωνικά - erudyta, uczony, naukowiec, badacz, stypendysta
Τυχαίες λέξεις
Λωλός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wściekły, wariacki, szaleńczy, nieprzytomny, szalony, Lolos