Μέση στα δανικά
Μετάφραση: μέση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
midte, talje, taljen, livet, i taljen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέση
μέση αρτηριακή πίεση, μέση ηλικία, μέση εκπαίδευση, μέση ωτίτιδα, μέση τιμή, μέση λεξικό γλώσσας δανικά, μέση στα δανικά
Μεταφράσεις
- μέρος στα δανικά - plads, kupé, klat, sætte, punkt, plet, sted, ...
- μέσα στα δανικά - inden, i, indenfor, på, om, inden for, under
- μέσο στα δανικά - måde, midler, middel, hjælp, gennem
- μέσον στα δανικά - måde, medium, mellemlang, mellemstore, mellemlangt, mediet
Τυχαίες λέξεις
Μέση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: midte, talje, taljen, livet, i taljen
Μεταφράσεις: midte, talje, taljen, livet, i taljen