Λέξη: μέση

Σχετικές λέξεις: μέση

μέση αρτηριακή πίεση, μέση ηλικία, μέση εκπαίδευση, μέση ωτίτιδα, μέση τιμή, μέση απόκλιση, μέση φωνή, μέση γη, μέση τάση, μέση ανατολή, πόνος στη μέση

Συνώνυμα: μέση

οσφύς, στενό μέρος, περιφέρεια της οσφύος

Μεταφράσεις: μέση

μέση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
waist, middle, average, mean, the middle

μέση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
centro, medio, talla, mitad, talle, cintura, céntrico, promedio, central, la cintura, de la cintura, de cintura, cintura de

μέση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittler-, gürtellinie, taille, mittelpunkt, mittel, mitte, Taille, Taillen, der Taille, Hüfte, Bund

μέση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
milieu, médiocre, corsage, moyen, agent, taille, ressource, remède, central, moitié, centre, demi, médian, ceinture, la taille, tour de taille, de taille

μέση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cintola, centro, metà, mezzo, vita, della vita, in vita, la vita

μέση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
meio, almoço, médio, metade, cintura, centro, lamento, Da cintura para, Da cintura, de cintura, abdominal

μέση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
middelmaat, leest, midden, gemiddeld, taille, binnenste, middelpunt, doorsnee, middelbaar, middel, centrum, de taille, tailleband, waist

μέση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
талия, сужение, срединный, серединный, средний, центр, середина, лиф, перехват, талии, шкафута, шкафут, пояс

μέση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
midje, sentrum, liv, midjen, livet, i midjen

μέση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mitt, midja, midjan, i midjan

μέση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uuma, keskus, uumat, keskikohta, vyötärö, keskiö, vyötärön, vyötäröllä, vyötärölle, vyötäröltä

μέση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
midte, talje, taljen, livet, i taljen

μέση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pás, střed, prostřední, střední, opasek, živůtek, polovina, prostředek, pas, pasu, pase, v pase

μέση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śródokręcie, stanik, talia, środkowy, połowa, średni, kibić, przewężenie, środek, mieszczaństwo, pas, talii, pasie, w pasie

μέση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajóközép, ingváll, közép, derék, derekát, dereka, deréktól, a derék

μέση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
merkez, orta, ara, bel, bil, bir bel

μέση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віз, звалище, смітник, талія, талия

μέση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mes, bel, bluzë, belit, bel të, bluzë të

μέση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
талия, кръста, талията, на талията, на кръста

μέση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пояс, стан, талія, стан яе

μέση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keskmine, keskkoht, laiserver, ais, keskel, vöökoht, talje, vööst, vöökohast, waist

μέση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
struk, pojas, sredini, srednji, usred, polovina, sredine, struka, waist, opsega struka

μέση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mitti, lendar

μέση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
medius

μέση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
talija, liemuo, juosmuo, juosmens, liemens, Talėja

μέση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jostasvieta, viduklis, vidukļa, jostas, vidukli, jostasvietas

μέση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
центарот, половината, појас, струкот, на половината, појасот

μέση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
miez, mijloc, talie, taliei, de talie, talia

μέση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pás, sredina, srednji, pas, waist, pasu, v pasu, pasom

μέση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stred, pás, uprostred, strední, opasok, pásu

Στατιστικά δημοτικότητας: μέση

Τυχαίες λέξεις