Μέση στα εσθονικά
Μετάφραση: μέση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keskmine, keskkoht, laiserver, ais, keskel, vöökoht, talje, vööst, vöökohast, waist
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέση
μέση αρτηριακή πίεση, μέση ηλικία, μέση εκπαίδευση, μέση ωτίτιδα, μέση τιμή, μέση λεξικό γλώσσας εσθονικά, μέση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μέρος στα εσθονικά - lahter, väljak, laik, märkama, koht, sektsioon, kupee, ...
- μέσα στα εσθονικά - sisse, seesütlev, varjama, sisemus, jooksul, piires, raames, ...
- μέσο στα εσθονικά - viis, abinõu, vahendid, vahendeid, vahendite, vahenditega, vahend
- μέσον στα εσθονικά - keskmine, viis, abinõu, meedium, vahendid, keskmise, keskpikas, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: keskmine, keskkoht, laiserver, ais, keskel, vöökoht, talje, vööst, vöökohast, waist
Μεταφράσεις: keskmine, keskkoht, laiserver, ais, keskel, vöökoht, talje, vööst, vöökohast, waist