Μαγαρίζω στα δανικά

Μετάφραση: μαγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilsøle, jord, beskidt, dirty, beskidte, snavset, snavsede
Μαγαρίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαγαρίζω

μακαρίζω λεξικό, μακαρίζω ετυμολογια, μαγαρίζω λεξικό γλώσσας δανικά, μαγαρίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαγαζάτορας στα δανικά - butiksindehaveren, købmand, butiksindehaver, købmanden, forretningsdrivende
  • μαγαζί στα δανικά - depot, remise, lager, butik, forråd, aula, forretning, ...
  • μαγεία στα δανικά - magi, trylleri, magic, magiske, magisk, magien
  • μαγειρεύω στα δανικά - kok, koge, cook, kokken, Kog, Cooks
Τυχαίες λέξεις
Μαγαρίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilsøle, jord, beskidt, dirty, beskidte, snavset, snavsede