Μαγαρίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: μαγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
purvas, purvinas, nešvarus, nešvarūs, nešvari, dirty
Μαγαρίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαγαρίζω

μακαρίζω λεξικό, μακαρίζω ετυμολογια, μαγαρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μαγαρίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μαγαζάτορας στα λιθουανικά - krautuvininkas, parduotuvės savininkas, mėgėjo, parduotuvės kasininkas, Handlarka
  • μαγαζί στα λιθουανικά - saugykla, depas, krautuvė, atsarga, sandėlis, parduotuvė, parkas, ...
  • μαγεία στα λιθουανικά - magija, Magic, stebuklinga, magijos
  • μαγειρεύω στα λιθουανικά - virti, virėjas, Cook, virėja, Kuko, virėjo
Τυχαίες λέξεις
Μαγαρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: purvas, purvinas, nešvarus, nešvarūs, nešvari, dirty