Μαγαρίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μαγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
теснина, почва, мръсен, мръсна, мръсни, мръсно, мръсната
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγαρίζω
μακαρίζω λεξικό, μακαρίζω ετυμολογια, μαγαρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μαγαρίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μαγαζάτορας στα βουλγαρικά - търговец, дребен търговец, магазинер, бакалин
- μαγαζί στα βουλγαρικά - салон, магазин, магазин за, Shop, магазин на, магазина
- μαγεία στα βουλγαρικά - магия, магията, магически, магическа
- μαγειρεύω στα βουλγαρικά - готвач, Кук, Cook, готвачка, готвя
Τυχαίες λέξεις
Μαγαρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: теснина, почва, мръсен, мръсна, мръсни, мръсно, мръсната
Μεταφράσεις: теснина, почва, мръсен, мръсна, мръсни, мръсно, мръсната