Μαζεμένος στα δανικά

Μετάφραση: μαζεμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nuttede, dejlig, cuddly, kælen, spontan
Μαζεμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεμένος

μαζεμένοσ μυτιλήνη, μαζεμένος χαλιά, μαζεμένος λεξικό γλώσσας δανικά, μαζεμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαδώ στα δανικά - plukke, fældning, moult, fælder, fældeperioden
  • μαζί στα δανικά - hos, tilsammen, med, sammen, samt, samlet, samarbejde
  • μαζεύομαι στα δανικά - samle, forsamles, krybe, cringe, krumme tæer, krummer tæer
  • μαζεύω στα δανικά - forsamles, sump, plukke, samle, indsamle, indsamler, at indsamle, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαζεμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nuttede, dejlig, cuddly, kælen, spontan