Μαζεμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μαζεμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedeesd, aanhalig, snoezig, snoezige, knuffelig, knuffel
Μαζεμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεμένος

μαζεμένοσ μυτιλήνη, μαζεμένος χαλιά, μαζεμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαζεμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαδώ στα ολλανδικά - afbreken, afrukken, plukken, ruien, vervelling, vervellen, rui, ...
  • μαζί στα ολλανδικά - tegelijk, tezamen, samen, aaneen, ineen, met, bijeen, ...
  • μαζεύομαι στα ολλανδικά - afleiden, verzamelen, plukken, deduceren, rapen, vergaderen, oogsten, ...
  • μαζεύω στα ολλανδικά - keus, knabbelen, afplukken, rapen, keur, keuze, broek, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαζεμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedeesd, aanhalig, snoezig, snoezige, knuffelig, knuffel