Μεταγενέστερος στα δανικά

Μετάφραση: μεταγενέστερος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
efterfølgende, senere, efter, den efterfølgende, efterfoelgende
Μεταγενέστερος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεταγενέστερος

μεταγενέστερος λεξικο, μεταγενέστερος συνώνυμο, μεταγενέστερος στα αγγλικά, μεταγενέστερος αγγλικά, μεταγενέστερος σημασια, μεταγενέστερος λεξικό γλώσσας δανικά, μεταγενέστερος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μεταβολισμός στα δανικά - metabolisme, stofskifte, stofskiftet, metabolismen, metaboliseringen
  • μεταγενέστερα στα δανικά - derefter, efterfølgende, senere, herefter, siden
  • μεταγλωττίζω στα δανικά - oversætte, omsætte, oversætter, at oversætte, translate
  • μεταγράφω στα δανικά - omskrive, translitterere
Τυχαίες λέξεις
Μεταγενέστερος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: efterfølgende, senere, efter, den efterfølgende, efterfoelgende