Μεταγενέστερος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μεταγενέστερος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subsequente, subscrição, subseqüente, posterior, subsequentes, seguinte
Μεταγενέστερος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεταγενέστερος

μεταγενέστερος λεξικο, μεταγενέστερος συνώνυμο, μεταγενέστερος στα αγγλικά, μεταγενέστερος αγγλικά, μεταγενέστερος σημασια, μεταγενέστερος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μεταγενέστερος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μεταβολισμός στα πορτογαλικά - metabolismo, o metabolismo, metabolismo de, metabolismo do, metabolismo da
  • μεταγενέστερα στα πορτογαλικά - após, subsequente, depois, subsequentemente, subseqüentemente, posteriormente
  • μεταγλωττίζω στα πορτογαλικά - compilar, traduzir, traduza, traduzem, tradução, traduz
  • μεταγράφω στα πορτογαλικά - transpor, transcrever, transporte, trespassar, alhear, transferência, ultrapassar, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεταγενέστερος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: subsequente, subscrição, subseqüente, posterior, subsequentes, seguinte