Μισθός στα δανικά
Μετάφραση: μισθός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
løn, belønning, gage, lønnen, vederlag, grundløn
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθός
μισθός καθηγητή πανεπιστημίου, μισθός ανειδίκευτου εργάτη 2014, μισθός αστυνομικού, μισθός δεα, μισθός δημοσίου υπαλλήλου 2014, μισθός λεξικό γλώσσας δανικά, μισθός στα δανικά
Μεταφράσεις
- μισθοφορικός στα δανικά - lejesoldat, lejesoldater, lejesoldaten, af lejesoldater
- μισθοφόρος στα δανικά - lejesoldat, lejesoldater, lejesoldaten, af lejesoldater
- μισοφέγγαρο στα δανικά - halvmåne, Crescent, halvmåneformet, halvmåneformede, halvmånen
- μισός στα δανικά - halvdel, halv, halvt, halvdelen, halvår
Τυχαίες λέξεις
Μισθός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: løn, belønning, gage, lønnen, vederlag, grundløn
Μεταφράσεις: løn, belønning, gage, lønnen, vederlag, grundløn