Løn στα ελληνικά

Μετάφραση: løn, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδοχές, μισθός, απολαβές, πληρωμή, πληρώνω, μισθού, μισθό, μισθών, αποδοχών
Løn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • løgn στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
  • løgner στα ελληνικά - ψεύτης, ψεύτη, ψεύτρα, ψεύστης
  • lønne στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, ανταμοιβή, ανταμοιβής, αμοιβή, επιβράβευση, τρίτων
  • løs στα ελληνικά - λυτός, λάσκος, μπόσικος, χαλαρός, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, ...
Τυχαίες λέξεις
Løn στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδοχές, μισθός, απολαβές, πληρωμή, πληρώνω, μισθού, μισθό, μισθών, αποδοχών