Νησί στα δανικά
Μετάφραση: νησί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ø, Island, øen, øens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νησί
νησί πετρούπολη, νησί της αφροδίτης, νησί ιωαννίνων, νησί ντιέγκο γκαρσία, νησί των φαιάκων, νησί λεξικό γλώσσας δανικά, νησί στα δανικά
Μεταφράσεις
- νηοπομπή στα δανικά - flåde, konvoj, konvojen, kombinationstype
- νησάκι στα δανικά - holm, Islet, holmen, lille ø
- νησιώτης στα δανικά - øbo, øboer, islander, af Islander
- νηφάλιος στα δανικά - sober, ædru, nøgtern, nøgterne, nøgternt
Τυχαίες λέξεις
Νησί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ø, Island, øen, øens
Μεταφράσεις: ø, Island, øen, øens