Ορεκτικός στα δανικά

Μετάφραση: ορεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
appetitlig, appetitvækkende, velsmagende, appetizing, appetitlige
Ορεκτικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορεκτικός

ορεκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, ορεκτικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ορεινός στα δανικά - bjergrige, bjergrig, bjergrigt, bjerge, bjergområder
  • ορεκτικό στα δανικά - appetitvækker, appetizer, forretter, forret
  • ορθογραφία στα δανικά - stavning, stavemåde, stavningen, stavemåden, stavekontrol
  • ορθογραφώ στα δανικά - tid, ortografi, retskrivning, ortografien
Τυχαίες λέξεις
Ορεκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: appetitlig, appetitvækkende, velsmagende, appetizing, appetitlige