Ορισμός στα δανικά
Μετάφραση: ορισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
aftale, definition, definitionen, fastlæggelsen, fastlæggelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορισμός
ορισμός διαδικτύου, ορισμός ανεργίας, ορισμός μμε, ορισμός καινοτομίας, ορισμός λέξεων, ορισμός λεξικό γλώσσας δανικά, ορισμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- οριζόντιος στα δανικά - vandret, horisontale, horisontal, vandrette, horisontalt
- οριοθετώ στα δανικά - afgrænse, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning, afgrænsning af
- οριστικά στα δανικά - absolut, helt sikkert, helt, definitivt, bestemt
- οριστικός στα δανικά - bestemt, endelige, endelig, definitiv, endeligt, definitivt
Τυχαίες λέξεις
Ορισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: aftale, definition, definitionen, fastlæggelsen, fastlæggelse
Μεταφράσεις: aftale, definition, definitionen, fastlæggelsen, fastlæggelse