Ορισμός στα σουηδικά
Μετάφραση: ορισμός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
möte, träff, ämbete, definition, definitionen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορισμός
ορισμός διαδικτύου, ορισμός ανεργίας, ορισμός μμε, ορισμός καινοτομίας, ορισμός λέξεων, ορισμός λεξικό γλώσσας σουηδικά, ορισμός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- οριζόντιος στα σουηδικά - horisontal, horisontell, horisontella, horisontellt, övergripande
- οριοθετώ στα σουηδικά - avgränsa, avgränsar, begränsa, avgränsas, avgränsning
- οριστικά στα σουηδικά - definitivt, absolut, definitivt att
- οριστικός στα σουηδικά - bestämd, slutgiltig, slutgiltiga, definitiv, definitiva, slutgiltigt
Τυχαίες λέξεις
Ορισμός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: möte, träff, ämbete, definition, definitionen
Μεταφράσεις: möte, träff, ämbete, definition, definitionen