Ορισμός στα εσθονικά
Μετάφραση: ορισμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määratlus, definitsioon, määratluse, määratlust, määratlusele, määratlemise
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορισμός
ορισμός διαδικτύου, ορισμός ανεργίας, ορισμός μμε, ορισμός καινοτομίας, ορισμός λέξεων, ορισμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ορισμός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οριζόντιος στα εσθονικά - horisontaalne, horisontaalse, horisontaalsete, horisontaalsed, horisontaalset
- οριοθετώ στα εσθονικά - piiritlema, piirama, delimiteerima, piiristama, piiritleda, piiritlevad
- οριστικά στα εσθονικά - kahtlemata, kindlalt, kindlasti, lõplikult
- οριστικός στα εσθονικά - selge, kindel, määrav, lõplik, lõpliku, lõplikud, lõplike, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορισμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: määratlus, definitsioon, määratluse, määratlust, määratlusele, määratlemise
Μεταφράσεις: määratlus, definitsioon, määratluse, määratlust, määratlusele, määratlemise