Ορισμός στα νορβηγικά

Μετάφραση: ορισμός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
definisjon, avtale, definisjonen, definition
Ορισμός στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορισμός

ορισμός διαδικτύου, ορισμός ανεργίας, ορισμός μμε, ορισμός καινοτομίας, ορισμός λέξεων, ορισμός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ορισμός στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • οριζόντιος στα νορβηγικά - horisontal, horisontalt, horisontale, vannrett
  • οριοθετώ στα νορβηγικά - avgrense, avgrenser, avgrensning, avgrenset, å avgrense
  • οριστικά στα νορβηγικά - definitivt, absolutt
  • οριστικός στα νορβηγικά - bestemt, definitive, endelig, definitiv, endelige
Τυχαίες λέξεις
Ορισμός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: definisjon, avtale, definisjonen, definition