Οροθεσία στα δανικά

Μετάφραση: οροθεσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afgrænsning, afgrænsningen, begrænsningen, afgraensningen, afgraensning
Οροθεσία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οροθεσία

οροθεσία λεξικό γλώσσας δανικά, οροθεσία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ορμόνη στα δανικά - hormon, hormonet, hormoner
  • ορνιθοσκαλίσματα στα δανικά - skrible, Scribble, Frihånd, kradse, kradseri
  • οροθετώ στα δανικά - afgrænse, afgrænsning, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning af
  • ορολογία στα δανικά - terminologi, terminologien, terminologiske
Τυχαίες λέξεις
Οροθεσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afgrænsning, afgrænsningen, begrænsningen, afgraensningen, afgraensning