Ορτύκι στα δανικά
Μετάφραση: ορτύκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vagtel, vagtler, Vagtel, quail, vagtelæg
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορτύκι
ορτύκι εκτροφή, ορτύκι συνταγή, ορτύκι wikipedia, ορτύκι τιμή, ορτύκι αγγλικά, ορτύκι λεξικό γλώσσας δανικά, ορτύκι στα δανικά
Μεταφράσεις
- οροπέδιο στα δανικά - plateau, plateauet, højslette, højsletten
- οροφή στα δανικά - tag, taget, roof
- ορυκτολογία στα δανικά - mineralogi, mineralogien, mineralogy, mineralogisk, for mineralogi
- ορυκτό στα δανικά - malm, mineral, mineralsk, mineralske, mineralvand, mineraler
Τυχαίες λέξεις
Ορτύκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vagtel, vagtler, Vagtel, quail, vagtelæg
Μεταφράσεις: vagtel, vagtler, Vagtel, quail, vagtelæg