Ορτύκι στα λιθουανικά
Μετάφραση: ορτύκι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
putpelė, putpelių, putpelės, kurapka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορτύκι
ορτύκι εκτροφή, ορτύκι συνταγή, ορτύκι wikipedia, ορτύκι τιμή, ορτύκι αγγλικά, ορτύκι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ορτύκι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οροπέδιο στα λιθουανικά - plynaukštė, plokščiakalnis, Plateau, plato, plynaukštėje
- οροφή στα λιθουανικά - stogas, stogo, stogą, stogų, stogu
- ορυκτολογία στα λιθουανικά - mineralogija, mineralogijos
- ορυκτό στα λιθουανικά - rūda, mineralinis, mineralinio, mineralinės, mineralinių, mineralinė
Τυχαίες λέξεις
Ορτύκι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: putpelė, putpelių, putpelės, kurapka
Μεταφράσεις: putpelė, putpelių, putpelės, kurapka