Ορφανός στα δανικά
Μετάφραση: ορφανός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forældreløse, sjældne sygdomme, til sjældne sygdomme, sjældne, til sjældne
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορφανός
ορφανός δήμαρχος αλίμου, ορφανός ποτάμι, ορφανός αλιμος, ορφανός θάνος, ορφανός γιώργος, ορφανός λεξικό γλώσσας δανικά, ορφανός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορυχείο στα δανικά - hul, mine, minen, min, mit, miner
- ορφανοτροφείο στα δανικά - børnehjem, børnehjemmet, børnehjemmets
- ορχήστρα στα δανικά - orkester, orkestret, orkesteret, orchestra
- οσμή στα δανικά - aroma, duft, lugt, lugten, lugtgener
Τυχαίες λέξεις
Ορφανός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forældreløse, sjældne sygdomme, til sjældne sygdomme, sjældne, til sjældne
Μεταφράσεις: forældreløse, sjældne sygdomme, til sjældne sygdomme, sjældne, til sjældne