Παραβιάζω στα δανικά

Μετάφραση: παραβιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brud, overtræder, krænker, krænke, strid, i strid
Παραβιάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραβιάζω

παραβιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, παραβιάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παραβαίνω στα δανικά - trespass, ejendomskrænkelse, Troløshed, uretmæssig indtrængen, ulovlig indtrængen
  • παραβγαίνω στα δανικά - paravgaino
  • παραβλάπτω στα δανικά - svækket, nedsat, forringet, hæmmet
  • παραβλέπω στα δανικά - udelade, overse, udsigt, har udsigt, overser, udsigt over
Τυχαίες λέξεις
Παραβιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brud, overtræder, krænker, krænke, strid, i strid