Παχυσαρκία στα δανικά
Μετάφραση: παχυσαρκία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Fedme, Obesity, Overvægt, obesitas, af fedme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παχυσαρκία
παχυσαρκία και άσκηση, παχυσαρκία ppt, παχυσαρκία και ψυχολογία, παχυσαρκία και αδυνάτισμα, παχυσαρκία και εγκυμοσύνη, παχυσαρκία λεξικό γλώσσας δανικά, παχυσαρκία στα δανικά
Μεταφράσεις
- παχνιάζομαι στα δανικά - rimfrost, frost, rime, rim
- παχουλός στα δανικά - buttet, chubby, buttede, af Chubby, i Chubby
- παχύσαρκος στα δανικά - svær, korpulent, fede, overvægtige, overvægtig, fedme, fed
- παύση στα δανικά - afbrydelse, pause, pausen, pause på
Τυχαίες λέξεις
Παχυσαρκία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Fedme, Obesity, Overvægt, obesitas, af fedme
Μεταφράσεις: Fedme, Obesity, Overvægt, obesitas, af fedme