Παχυσαρκία στα τούρκικα
Μετάφραση: παχυσαρκία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şişmanlık, obezite, Obesite, Obezitenin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παχυσαρκία
παχυσαρκία και άσκηση, παχυσαρκία ppt, παχυσαρκία και ψυχολογία, παχυσαρκία και αδυνάτισμα, παχυσαρκία και εγκυμοσύνη, παχυσαρκία λεξικό γλώσσας τούρκικα, παχυσαρκία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- παχνιάζομαι στα τούρκικα - kırağı, Rime, Çerçevesi, kafiye, uyak
- παχουλός στα τούρκικα - tombul, chubby, dolgun, şişko, tombul bir
- παχύσαρκος στα τούρκικα - şişman, obez, aşırı şişman, obes
- παύση στα τούρκικα - durma, duraklama, duraklatma, duraklat, duraklatmak
Τυχαίες λέξεις
Παχυσαρκία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: şişmanlık, obezite, Obesite, Obezitenin
Μεταφράσεις: şişmanlık, obezite, Obesite, Obezitenin