Περιοδικά στα δανικά
Μετάφραση: περιοδικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
periodisk, jævne, jævne mellemrum, med jævne, med jævne mellemrum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιοδικά
περιοδικά μαγειρικής, περιοδικά τεχνολογίας, περιοδικά διακόσμησης, περιοδικά αυτοκινήτου, περιοδικά τηλεόρασης, περιοδικά λεξικό γλώσσας δανικά, περιοδικά στα δανικά
Μεταφράσεις
- περιοδεία στα δανικά - rund, om, cyklus, tour, tur, hjælp med udflugter, udflugter, ...
- περιοδεύω στα δανικά - tour, tur, hjælp med udflugter, udflugter, rundvisning
- περιοδικό στα δανικά - magasin, tidsskrift, avis, magazine, magasinet, blad, bladet
- περιορίζω στα δανικά - begrænse, nedsætte, indskrænke, begrænsning, grænse, begrænser, begrænses, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιοδικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: periodisk, jævne, jævne mellemrum, med jævne, med jævne mellemrum
Μεταφράσεις: periodisk, jævne, jævne mellemrum, med jævne, med jævne mellemrum