Πλεονάζων στα δανικά
Μετάφραση: πλεονάζων, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overflødig, redundant, overflødige, afskediget, overflødigt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεονάζων
πλεονάζων χρόνος, πλεονάζων λεξικό, πλεονάζων κύπρος, πλεονάζων χρόνος υπηρεσίας, υπολογισμός πλεονάζων, πλεονάζων λεξικό γλώσσας δανικά, πλεονάζων στα δανικά
Μεταφράσεις
- πλειστηριασμός στα δανικά - auktion, Auktionen, hammerslag
- πλεξούδα στα δανικά - streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel
- πλεονέκτημα στα δανικά - fordel, fortrin, udnytte, fordele, Fordelen
- πλεονεκτικός στα δανικά - gunstig, nyttig, fordelagtig, fordelagtige, fordelagtigt, fordel, en fordel
Τυχαίες λέξεις
Πλεονάζων στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overflødig, redundant, overflødige, afskediget, overflødigt
Μεταφράσεις: overflødig, redundant, overflødige, afskediget, overflødigt